-pupola

-pupola
sécouer (la poussière)

Dictionnaire Lingála-Français. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • πούπουλο — το, Ν 1. μαλακό και χνουδωτό φτερό τών πουλιών, πτίλο 2. μτφ. καθετί πολύ ελαφρό και μαλακό 3. φρ. α) «τόν έχει στα πούπουλα» τόν περιποιείται πάρα πολύ, τόν παραχαϊδεύει β) «κάθομαι στα πούπουλα» i) κάθομαι πολύ αναπαυτικά ii) με έχουν χαϊδεμένο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”